- καταμωκώμενος
- καταμωκάομαιmock atpres part mp masc nom sgκαταμωκάομαιmock atpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταμωκώμαι — καταμωκῶμαι, άομαι (Α) χλευάζω κάποιον υπερβολικά («ἐγγελῶν δὲ ὁ Ἀχαιμένης καὶ τοῡ Θεαγένους καταμωκώμενος», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μυκῶμαι «χλευάζω»] … Dictionary of Greek